Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀρίσημος κ

См. также в других словарях:

  • αρίσημος — ἀρίσημος, ον (Α) 1. αξιοσημείωτος, σημαντικός 2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σημος < σήμα] …   Dictionary of Greek

  • ἀρίσημος — notable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρισήμως — ἀρίσημος notable adverbial ἀρίσημος notable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσημον — ἀρίσημος notable masc/fem acc sg ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσημα — ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσημοι — ἀρίσημος notable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσαμον — ἀρίσᾱμον , ἀρίσημος notable masc/fem acc sg (doric) ἀρίσᾱμον , ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»